τροχοφόρος

τροχοφόρος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που έχει τροχούς, που κινείται πάνω σε τροχούς («τροχοφόρο όχημα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τροχοφόρος προνύμφη
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. τροχοφόρο
4. φρ. «τροχοφόρος προνύμφη»
ζωολ. μικρή διαφανής σφαιρική ή αχλαδόμορφη προνύμφη που περιζώνεται από έναν δακτύλιο βλεφαρίδων, τον πρωτοτροχό, και η οποία κολυμπά ελεύθερα και είναι χαρακτηριστική τών θαλάσσιων δακτυλιοσκωλήκων και τών περισσότερων ομάδων τών μαλακίων, αλλ. τροχόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -φόρος* (<φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τροχοφόρος — α, ο 1. που έχει τροχούς, που κινείται με τροχούς. 2. το ουδ. ως ουσ., τροχοφόρο, το, α. κάθε όχημα που κινείται με τροχούς. β. τροχήλατο ατμόπλοιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • τροχοφόρο — το, Ν 1. κάθε όχημα που κινείται με τροχούς 2. παλαιότερος τύπος ατμόπλοιου, το τροχήλατο 3. στρ. (παλαιότερα) όχημα τού πυροβολικού που μετέφερε ανταλλακτικούς τροχούς και άξονες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. τροχοφόρος] …   Dictionary of Greek

  • τροχόσφαιρα — η, Ν ζωολ. η τροχοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trochosphaera (< τροχός + σφαίρα)] …   Dictionary of Greek

  • υπότροχος — ον, ΜΑ (για οχήματα ή άλλες κατασκευές) αυτός που έχει τροχούς αποκάτω, τροχοφόρος (α. «μηχάνημα ὑπότροχον», Σχόλ. Αριστοφ. β. «ὑπότροχα πορεῑα», Πολ. γ. «ὑπότροχος δίφρος» παιδικό καροτσάκι, Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τροχός (πρβλ. πρό… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • τροχήλατος — η, ο 1. που κινείται με τροχούς, τροχοφόρος: Τροχήλατο όχημα. 2. το ουδ. ως ουσ., τροχήλατο, α. είδος παλιότερου ατμόπλοιου που κινούνταν με τροχούς. β. μικρό τετράτροχο σιδηροδρομικό όχημα, ντρεζίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”