τροχοφόρος — α, ο 1. που έχει τροχούς, που κινείται με τροχούς. 2. το ουδ. ως ουσ., τροχοφόρο, το, α. κάθε όχημα που κινείται με τροχούς. β. τροχήλατο ατμόπλοιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… … Dictionary of Greek
μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… … Dictionary of Greek
τροχοφόρο — το, Ν 1. κάθε όχημα που κινείται με τροχούς 2. παλαιότερος τύπος ατμόπλοιου, το τροχήλατο 3. στρ. (παλαιότερα) όχημα τού πυροβολικού που μετέφερε ανταλλακτικούς τροχούς και άξονες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. τροχοφόρος] … Dictionary of Greek
τροχόσφαιρα — η, Ν ζωολ. η τροχοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trochosphaera (< τροχός + σφαίρα)] … Dictionary of Greek
υπότροχος — ον, ΜΑ (για οχήματα ή άλλες κατασκευές) αυτός που έχει τροχούς αποκάτω, τροχοφόρος (α. «μηχάνημα ὑπότροχον», Σχόλ. Αριστοφ. β. «ὑπότροχα πορεῑα», Πολ. γ. «ὑπότροχος δίφρος» παιδικό καροτσάκι, Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τροχός (πρβλ. πρό… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
τροχήλατος — η, ο 1. που κινείται με τροχούς, τροχοφόρος: Τροχήλατο όχημα. 2. το ουδ. ως ουσ., τροχήλατο, α. είδος παλιότερου ατμόπλοιου που κινούνταν με τροχούς. β. μικρό τετράτροχο σιδηροδρομικό όχημα, ντρεζίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)